-
1 εκκομιζω
1) вывозить, увозить, уводить(τινὰ αὐτὸν καὴ χρήματα Her.; τινὰ δεῦρο Eur.; ἐς στρατόπεδον ἐκκομίζεσθαι Thuc.)
ἐκκομισθεὴς ἐκ τοῦ πόντου Plat. — вынырнув из моря;φοράδην τοῦ πολέμου ἐκκομίσασθαι Luc. — (о раненом) быть вынесенным из боя;ἐ. τινὰ ἐκ τοῦ μέλλοντος γίνεσθαι πρήγματος Her. — спасти кого-л. от предстоящих событий2) ( о покойнике) выносить, хоронить(ὑπὸ τῶν νεκροφόρων ἐκκομισθῆναι Polyb.; ὅ Ἀλκμήνης ἐκκομιζομένης νεκρός Plut.)
3) выносить до конца, претерпевать(τὸ πεπρωμένον Eur.)
-
2 κατεξανισταμαι
(fut. κατεξαναστήσομαι, aor. 2 κατεξανέστην)1) восставать, противоборствовать, сопротивляться(τῶν τοῦ σώματος ἐλαττωμάτων Plut.; τῆς κοινῆς προλήψεως Sext.)
2) быть непокорнымκ. ἁπάντων — (о коне Букефале) Plut. никому не даваться в руки
3) быть настороже, бдительно следить(τοῦ μέλλοντος Polyb.; παντὸς δεινοῦ Diod.)
-
3 ανυπονοητος
21) находящийся вне подозрений(πρός τι Dem.; ἄνθρωποι Polyb.)
2) неожиданный, непредвиденный(ἐλπίς Polyb.)
3) не подозревающий, не предвидящий(τοῦ μέλλοντος Polyb.)
-
4 ασταθμητον
-
5 εικως
εἰκώς, ἐοικός1) похожий, сходный, подобныйφόβος ὑπὲρ τοῦ μέλλοντος οὐδενὴ ἐοικώς Thuc. — ни с чем не сравнимый страх перед будущим;λέγειν μύθοις εἰκότα Eur. — рассказывать баснословные, т.е. невероятные вещи;καὴ τὰ ἐοικότα Sext. — и тому подобное2) подходящий, подобающий, тж. разумный(ἄκοιτις Hom.; λόγοι Plat.). - см. тж. εἰκός
-
6 εοικος...
ἐοικός...εἰκώς, ἐοικός1) похожий, сходный, подобныйφόβος ὑπὲρ τοῦ μέλλοντος οὐδενὴ ἐοικώς Thuc. — ни с чем не сравнимый страх перед будущим;λέγειν μύθοις εἰκότα Eur. — рассказывать баснословные, т.е. невероятные вещи;καὴ τὰ ἐοικότα Sext. — и тому подобное2) подходящий, подобающий, тж. разумный(ἄκοιτις Hom.; λόγοι Plat.). - см. тж. εἰκός
-
7 θρασυς
- εῖα -ύ1) смелый, отважный, храбрый(Ἕκτωρ Hom.; καρδία Pind.; πούς Arph.)
ἐλπὴς θρασεῖα τοῦ μέλλοντος Thuc. — твердая надежда на будущее2) преимущ. дерзкий, высокомерный, наглыйτὸ μέ θρασύ Aesch. — смирение3) на который можно осмелиться, не внушающий страха, не представляющий опасностиθρασύ μοι τόδ΄ εἰπεῖν Pind. — я смею это сказать;
οὐκ ἆρ΄ ἐκείνῳ οὐδὲ προσμῖξαι θρασύ ; Soph. — что же, к нему и приблизиться опасно? -
8 φανταστικος
3представляющий (себе), воображающий(γένος Plat.; κίνησις Plut.)
φ. τοῦ μέλλοντος Plut. — умеющий представить себе будущее -
9 βουλεύομαι
1) задумывать, намереваться, собираться, решать(ся) (чаще в прошлом);βουλεύομαιτηκα να παντρευτώ — я подумывал жениться;
κακό βουλεύομαιτηκαν — они задумали недоброе;
2) думать, размышлять, задумываться;βουλεύομαι περί τού μέλλοντος — задумываться над будущим, размышлять о будущем
-
10 γνώστης
ο знаток, специалист;γνώστης του μέλλοντος — прорицатель, предсказатель, пророк
-
11 ελπις
- ίδος ἥ1) ожидание, предвидение(τοῦ μὲν παρόντος αἴσθησις, τοῦ δὲ μέλλοντος ἐ. Arst.)
κρεῖττον ἐλπίδος ἔπραττον Plut. — вышло лучше, чем можно было ожидать2) pl. неуверенность, колебаниеἐς τοσοῦτον ἐλπίδων βεβῶτος Soph. — прийдя в состояние такой неуверенности;
πέτομαι ἐλπίσιν Soph. — я теряюсь в догадках;3) надежда, упование(τινος Thuc., ἐπί τινι Eur., ἐπί τι Diod., ἔν τινι Xen., Isocr. и ἔς τινα Soph., Thuc.)
ἐ. τινός τινος Thuc. чья-л. — надежда на что-л.;αἱ ὑμέτεραι ἐλπίδες Thuc. = ἐλπίδες εἰς ὑμᾶς;ἐν ἐλπίδι εἶναι Thuc. или γενέσθαι Plut., ἐλπίδα λαβεῖν Xen. и εἰς ἐλπίδα ἐλθεῖν Aesch., Soph., Thuc. — возыметь надежду;ἐλπίδα τινὰ ἔχειν ὥστε μέ θανεῖν Eur. — иметь некоторую надежду остаться в живых4) надежда, предмет надежды, якорь спасения(ὑμεῖς ἥ μόνη ἐ. Thuc.)
5) опасение, боязнь(τῶν μελλόντων κακῶν Luc.)
6) предмет опасенияπροσῆλθεν ἐ., ἣν φοβουμένη πάλα! … Eur. — пришло то, в страхе перед чем я давно уже …
См. также в других словарях:
επιστημονική φαντασία — Αφηγηματικό είδος (διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, ύλη ειδικών περιοδικών, ταινίες, βιντεοπαιχνίδια) που αντανακλά τις φανταστικές ή αληθοφανείς θεωρίες οι οποίες στηρίζονται σε έναν ορισμένο τύπο επιστημονικών προφητειών και έχουν ως… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
Nicene Creed — Icon depicting Emperor Constantine (center) and the Fathers of the First Council of Nicaea of 325 as holding the Niceno–Constantinopolitan Creed of 381 The Nicene Creed (Latin: Symbolum Nicaenum) is the creed or profession of faith (Greek:… … Wikipedia
οιωνός — Σημείο της θέλησης των θεών στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, από την οποία αυτοί εξαρτούσαν κάθε σημαντική δράση. Για να αντιληφθούν τη θεϊκή θέληση βασίζονταν κυρίως στο πέταγμα και στις φωνές των πουλιών (οιωνών), όπως για παράδειγμα ο… … Dictionary of Greek
αστρολογία — Παρατήρηση των άστρων για την πρόβλεψη του μέλλοντος, σύμφωνα με την πίστη ότι αυτά το καθορίζουν. Η α. γεννήθηκε στη Μεσοποταμία τη 2η χιλιετία π.Χ. ως θρησκευτική τέχνη, ένας τρόπος να έρθει κανείς σε επαφή με τους θεούς που ταυτίζονται με τα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek